- αποζημιώνομαι
- αποζημιώνομαι, αποζημιώθηκα, αποζημιωμένος βλ. πίν. 4
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
προσαποζημιούμαι — όομαι, Α ζημιώνομαι ακόμη περισσότερο ή, κατ άλλους, αποζημιώνομαι επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀπὸ + ζημιοῦμαι «βλάπτομαι, ζημιώνομαι»] … Dictionary of Greek